- χαλκεόκρανος
- χαλκεό-κρᾱνος, ον,A bronze-tipped,
ἰός B.5.74
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰός B.5.74
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκεόκρανος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κρανος (< *κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. δορύ κρανος, ταυρό κρανος] … Dictionary of Greek
χαλκεόκρανον — χαλκεόκρανος bronze tipped masc/fem acc sg χαλκεόκρανος bronze tipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek